Βαγγέλης Τζερμιάς
Τίτλοι
Περιγραφή:
«Είχα μείνει άφωνη. Σκεπτόμουν την απόσταση των χρόνων. Τη σκλαβιά. Το θάνατο. Τον έρωτα. Τη ζωή. Το χθες και το σήμερα πάνω σε ένα κομμάτι μέταλλο. Αίματα, ανθρώπινες ζωές, ολόκληρες γενιές πέρασαν πάνω από αυτό το μέταλλο, και τελικά μόνο αυτό είχε απομείνει. Και τα γέλια και τα κλάματα κι οι πόνοι κι οι χαρές τόσων ανθρώπων έγιναν αόρατα στίγματα στο αέναο όλο. Τελικά, γι’ αυτό μας πονάνε τα χώματα της πατρίδας μας: γιατί κρύβουν μέσα τους τα στίγματα αυτά, που με τη σειρά τους κρύβουν μέσα τους άλλες ζωές, στις οποίες οφείλουμε τη δική μας».
Γιατί μουγκρίζει η Θρακιά; Γιατί σείεται το Πανί; Γιατί φλέγεται ο μεσογείτικος κάμπος; Ποιος είναι αυτός που καλπάζει αγέρωχος πάνω στο άτι του ξεσηκωμού και μηνάει στην Τουρκιά πως ξεχείλισε το ποτήρι της σκλαβιάς; Ένα οικογενειακό κειμήλιο –ένα σπαθί με ηλικία πάνω από δυο αιώνες– γίνεται η αφορμή για μια διήγηση που απαντάει τις παραπάνω ερωτήσεις.
Περιγραφή:
ΨΙΘΥΡΟΣ
Αγγίζω το αυτί μου στο χώμα.
Αφουγκράζομαι…
Σο βάθος των αιώνων βλέπω.
Μνήμη των γενεών.
Περιγραφή:
Η ΣΚΕΨΗ
Είναι στάλα από χυμό πορτοκαλιού
κομμένου πρώιμα από το δέντρο.
Είναι βότανο θαυματουργό
την άνυδρη στιγμή μας που γλυκαίνει.
Είναι βέλος από χέρι παιδικό
που κέντρο βρίσκει στου παιχνιδιού το στόχο.
Είναι χείλη κόκκινα λαχταριστά
που η φωτιά τους σε ζεσταίνει.
Είναι δυο μάτια γαλανά
που μέσα τους μαθαίνεις το κολύμπι.
Είναι η απόδειξη πως πέρασες απ’τη ζωή
και άφησες επάνω της δυο ίχνη.
Είναι το μούχρωμα στον ουρανό
που μήνυμα στο έστειλα να γίνει.
Περιγραφή:
ΒΡΑΧΟΣ
Σαν το βράχο που το κύμα τον λειαίνει
μου ‘πες μια βραδιά τίποτα δε μένει.
Σταλιά σταλιά στάζει το αίμα
και σου ‘λεγα αυτό δεν είναι ψέμα.
Χώμα και νερό ουρανός και οξυγόνο
τον κόσμο τριγυρνάς και με, μ’ αφήνεις μόνο.
Τσιγάρο ανάβω και γλεντώ,
τον κόσμο που ‘χω στο μυαλό
πίνω κρασί και σβήνω
δεν ξέρω τι θα γίνω.
Έρημος η προκοπή μας,
το γλέντι η αφορμή μας,
ρίξ’ τα στο γιαλό
κι ας πάνε στο καλό.
Λόγια δύσκολα μη μου λες
πέτα τα όλα στο χθες
ζήσε το τώρα
κι ας το χρόνο για την ώρα.
Περιγραφή:
ΠΑΤΗΣΙΑ – ΝΕΑ ΕΛΒΕΤΙΑ
Η πόλη αυτή θα λιάζεται σα θα ‘χουμε πεθάνει.
Πάντως τα τρόλεϊ, κίτρινα, τώρα κυριαρχούν
Μαζί με τα παλιά, κλειστά περίπτερα της κρίσης
Τα ταχυδρομικά κουτιά και τα ταξί.
Λοιπόν, στο Τέρμα του “11” οι οδηγοί καπνίζουν
Μιλάν στο κινητό και πίνουν κόκα κόλα περιμένοντας
Μετανάστες, γριές, νοικοκυρές, πρεζόνια
Και κάτι ξεχασμένους συνταξιούχους, κουστουμάτους
Που δεν παρέλειψαν καν τα γιλέκα τους- μα εντελώς ’50
Να πει ο σταθμάρχης “Φύγε” για την άλλη άκρη της πόλης
Κατά τα μελαγχολικά τα καφενεία Κουλών ή Κονοστάσι
Το Ντάνκαν, του Τζελέπη και το Λόφο Γερμανού
(Αχ ΛαδομάταΛαδομάτα, “δεν έβλεπα το νόημα τότε”).
Στα τρόλεϊ, στον ηλεκτρικό, στα λεωφορεία-
Ποτέ δε νοιάστηκα για καλοπέραση και λούσα.
Περιγραφή:
ΜΙΑ ΒΑΡΚΑ ΓΙΑ ΤΗ ΛΕΣΒΟ
(Τραγούδι)
Είδα την αστραπή στην ανατολή.
Έλαμψε μόλις για μια στιγμή
και μου φάνηκε παράξενη.
Είδα τον ήλιο στο αίμα της,
βρεγμένο,
τη θάλασσα ταραγμένη,
και το χθες κλεμμένο από τα βιβλία.
Περιγραφή:
Στου φάρου το δωμάτιο
Στου φάρου το δωμάτιο ο κόσμος διαφέρει
κι αλλάζουν τ’ αξιώματα κι οι κοσμοθεωρίες:
εκεί παιδιά πηγαίνουνε και επιστρέφουν γέροι,
στη μοναξιά δουλεύοντας σκληρές υπερωρίες.
Τη μέρα η σκέψη πνίγεται στης θάλασσας το στόμα,
Φιλτράρεται στην άβυσσο και βγαίνει από τα βράγχια.
Τη νύχτα περιορίζεται μες στου φανού το δώμα,
γλιστρώντας απ’ τις σπίθες του στα κοφτερά τα βράχια.
Νωρίτερα απ’ το σούρουπο αδειάζει η ταμπακιέρα,
Κι οιγόπες συγχρωτίζονται σαν ψάρια στο τασάκι,
Στον τοίχο στάζουν δάκρυα –δεν είναι η Πλατυτέρα–
κι οι πύργοι ολισθαίνουνε στο γλιστερό το σκάκι.
Γεμάτο συναισθήματα το γυάλινο ποτήρι,
Αγάπες ξεχειλίζουνε πνιγμένες από πείσμα.
Η πιο συχνή απόδραση:το ίδιο παραθύρι,
Με θέα πάντα αλλιώτικη, ανάλογα το πρίσμα.
Ο φύλακας αιχμάλωτος στην πλήρη ελευθερία,
μοιραία αναλογίζεται αν ήταν το γραφτό του,
αν ήταν το επάγγελμα η πιο καλή ευκαιρία,
να ψάξει στα ενδότερα να βρει τον εαυτότου.
Περιγραφή:
ΘΑ
(μόριο, δυο χιλιοστά μικρό, που βοηθάει στην πραγματοποίηση των αδυνάτων, άγνωστο πώς)
Μια εποχή θα φτιάξουμε (κομμάτια σου) αστρική να κρώζει φως να χάσκουν (κομμάτια) γαλαξίες να πλάθονται πλανήτες διμοιρίες κομμάτια σου να βγουν απ’ την αρχή, κι όταν (κομμάτια σου) χαθούμε πάλι τελικά –γιατί όλα εις χουν τα κλήρωσε ο χρόνος– (κομμάτια, κομμάτια σου, κομμάτια σου) να χρεωθεί στη μοναξιά (κομμάτια) ο πρώτος φόνος αυτών που τόλμησαν (κομμάτια κομμάτια κομμάτια) και έπλασαν το: θα.
Περιγραφή:
1
Φλεβαριάτικη
εσπέρα συγκύπτουσα
ποθοπλαντάζει.
*
2
Πάσχουσες φλέβες
αυτοπυρπολήθηκαν
ρουφώντας ήλιο.
*
3
Μεσοπέλαγα
συννεφούλα με γόβες
νίβει άρμενα.
Περιγραφή:
ΕΞΟΡΙΣΤΟΣ ΧΡΗΣΜΟΣ
Το ίδιο φεγγάρι φορούν οι τρεμάμενες φλόγες ενός αδέξιου φιλιού που ήχησε σαν εξόριστος χρησμός προμηνύοντας την αγωνιστική διεκδίκηση του κατασχεμένου έρωτα.
Περιγραφή:
Με εργαλείο την συντομότερη ποιητική φόρμα, με εξηνταπέντε χαϊκού χωρίς τίτλο η ποιήτρια δίνει το δικό της στίγμα αναφορικά με τον τρόπο που φιλτράρει τη ζωή και καταθέτει τις σκέψεις πάνω στις εμπειρίες της.Ο έρωτας,ο θάνατος,το θέατρο,η τέχνη γενικά,οι αντιφάσεις της ζωής παρελαύνουν ως θέματα και κινητοποιηούν τη νόηση και το συναίσθημα χωρίς να σταματούν να μας υπενθυμίζουν πως η ζωή είναι ένα ατέρμονο παίγνιο.